-
1 заливаться
заливать||ся1. (затопляться) πλημμυρίζω, κατακλύζομαι, εἶμαι πλημμυρισμένος· 2.:\заливатьсяся слезами ἀναλύομαι σέ δάκρυα, ξεσπάω σέ κλάματα· \заливатьсяся песией а) ἀρχίζω τό τραγούδι (о людях), б) ἀρχίζω νά κελαηδώ (о птицах)· \заливатьсяся лаем γαυγίζω· \заливатьсяся смехом ξεσπάω στά γέλια. -
2 разражаться
разражатьсянесов, разразиться сов. ξεσπάνω, ἐκρηγνύομαι:гроза разразилась ξέσπασε μπόρα· \разражаться смехом ξεσπάω στά γέλια· разразиться рыданиями βάζω τα ἀναφυλλητά.
См. также в других словарях:
γαργαλίζω — και γαργαλεύω και γαργαλώ (AM γαργαλίζω) 1. ερεθίζω κάποιον με τα δάχτυλα ή κάποιο λεπτό αντικείμενο σε ευαίσθητα μέρη τού σώματος (μασχάλες, φτέρνες κ.λπ.) ώστε να προκληθεί σύσπαση τών γελαστικών μυών και ν αρχίσει να γελάει 2. ερεθίζω, προκαλώ … Dictionary of Greek